Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΤΟ 1935 πριν από τον πόλεμο .
ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
«Ξημέρωνε όταν περνούσα τη στενώτατη λουρίδα, την μόνην έμβασιν, που σμίγει τον απόγκρεμο βράχο της Μονεμβασιάς με τη στεριά. Προχωρούσα κοιτάζοντας τον περήφανο βράχο και δεν τον αποχόρταινα. Ως τώρα νόμιζα πως το ανώτατο που είχα δει στο Μοριά ήταν το κάστρο της Καρύταινας.
Μα πόσο πιο άγριος, επιβλητικός κι ολομόναχος είναι ο γρανίτης ετούτος, το Γιβραλτάρ της Ελλάδας! Τη νύχτα μου φάνηκε σα φοβερό θεριό που ενενδρεύει· σήμερα, μέσα στο φως της αυγής, έλαμπε σα γιγάντιο αμόνι απάνω στο νερά. Οι άνθρωποι που κατοικούσαν το βράχο τούτον στάθηκαν πάντα περήφανοι. Ο αέρας, η θάλασσα, η μοναξιά, η φτώχεια, σφυροκοπούσαν μέρα νύχτα την ψυχή τους. Δεν είχαν περβόλια να σεριανούν και να λεν: «Γλυκιά είναι η ζωή, ας κρυφτούμε εδώ μέσα».
Δεν είχαν γης να την καλλιεργούν, να την αγαπήσουν και να λεν: «Καρπερή είναι τούτη η γης, ας σκύψουμε, ας τα βολέψουμε με τους τυράννους να μην τη χάσουμε». Τίποτα δεν είχαν, μονάχα τη θάλασσα, την ανήλετη φιλενάδα. Ρίχτηκαν απάνω της, ψαράδες, πραγματευτάδες, κουρσάροι. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία τους φοβήθηκε και τους έδωκε προνόμια. Ζούσαν ανεξάρτητοι με τους δικούς τους προεστούς – τους Μαμωνάδες του Δαιμονογιάννηδες, τους Σοφιανούς.
Όταν ήρθαν οι Φράγκοι και πάτησαν όλη την Ελλάδα, εδώ στάθηκαν κοιτάζοντας ψηλά, και τ’ αλόγατά τους αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Μα ο Γουλιέλμος ο Βιλλεαρδουίνος το πάτησε πείσμα. «Δεν έχω τίποτα» φώναζε «δεν έχω τίποτα αν δεν έχω τη Μονεμβασιά.» Ζήτησε βοήθεια από το Μέγα Κύρη της Αθήνας, από τους τρεις Βαρώνους της Εύβοιας, από το Δούκα της Νάξου, από τον Κόμη της Κεφαλλονιάς κι ως πέρα από τη Βενετία. Έζωσε από στεριά και θάλασσα τον άγριο βράχο, έριχνε απάνω του κοτρόνια με τις μηχανές, έκανε εφόδους. Φοβέριζε, παρακαλούσε, τίποτα. Πάνω από τρία χρόνια οι Έλληνες βάσταξαν. Μα πια δεν είχαν τίποτα να φάνε.
Το τι να φαν ουκ είχασι, μόνον ο εις τον άλλον·
εφάγασι και ποντικούς, ομοίως και γατία.
«Θα παραδώσουμε το κάστρο» είπαν τότε απελπισμένοι οι Μονεμβασιώτες «μα να μείνουμε ελεύτεροι, αφορολόγητοι, εμείς και τα χτήματά μας, λυτρωμένοι από κάθε υπηρεσία· μονάχα στα καράβια μας να δουλεύουμε, και με μιστό.»
Ο Βιλλεαρδουίνος δέχτηκε. Και τότε οι τρεις άρχονται της Μονεμβασιάς, ο Μαμωνάς, ο Δαιμονογιάννης κι ο Σοφιανάς, πέρασαν αμίλητοι την μόνην έμβασιν, έφτασαν στο στρατόπεδο του Φράγκου και παρέδωσαν τα μεγάλα σιδερένια κλειδιά του κάστρου.
Ο πρίγκιπας ως φρόνιμος όλους τους εχαιρετά».
Κάνει και εδώ το ίδιο ότι έκανε και στην Καρύταινα. Ο πολυταξιδεμένος νους του οδηγείται σε ένα άλλο ίδιο βράχο, στο Γιβραλτάρ, μόνο που εκείνος ο βράχος χωρίζει μια μεγάλη θάλασσα και ένα μεγάλο ωκεανό. Ενώ η δική μας Μονεμβασιά γίνεται ο κυματοθραύστης της ίδιας θάλασσας, είναι ένα γιγάντιο αμόνι μέσα στα ίδια νερά όπως το λέει παρακάτω.
Οι άνθρωποι που κατοικούσαν και κατοικούν τούτο τον τόπου είναι όχι μόνο περήφανοι αλλά μένουν πάντα περήφανοι, δε θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί. Ο συνδυασμός του αέρα, της θάλασσας, της μοναξιάς και της φτώχιας, που χτίζουν την ύπαρξή τους, την κάνουν μοναδική πάνω στη γη χωρίς περιθώρια να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Άνθρωποι δυνατοί με θέληση να νικήσουν όποια δυσκολία τους στείλει η ζωή και η μοίρα τους. Δεν είχαν ούτε γη ούτε βόλια ούτε χωράφια να χαρίζουν μία γλύκα στη ζωή μόνο τη θάλασσα. Γι’ αυτό έγιναν ψαράδες, πραματευτάδες και κουρσάροι και ήταν μοναδικοί πάνω στη γη μας γιατί η μοίρα τους δεν τους επέτρεπε να γίνουν τίποτα άλλο. Και οι οχτροί τους δεν ζήτησαν τίποτα άλλο από το να χαρούν αυτή την αξεπέραστη δύναμη του βράχου, μόνο όμως σαν κατακτητές γιατί γρήγορα έφυγαν χωρίς καθόλου να ριζώσουν, δεν ριζώνει κανείς εύκολα σε έναν τέτοιο βράχο.
Η επίσκεψή του στη Μονεμβασιά τελειώνει με λόγια σοφά που μας κάνουν ακόμα πιο πλούσιους στο νου και στην καρδιά.
«Όταν βρεθείς σ’ ένα αψηλό κάστρο, σε χαλάσματα μεγάλης πολιτείας, η καρδιά μπορεί ξαφνικά να κυριευτεί όχι από μεγάλο τρόμο παρά από ένα παράλογο, αδάμαστο πείσμα. Θαρρείς κι η καρδιά είναι ένας αλλόκοτος χείμαρρος που παίρνει τον ανήφορο έναντι στη φύση. Μια περήφανη ψυχή πουθενά δε βρίσκει αφθονώτερη τροφή παρά στα χαλάσματα του κόσμου. Γιατί εκεί βλέπει καθαρά πως ανάλαβε έναν απελπισμένο αγώνα, και χαίρεται να πολεμάει γιατί δεν περιμένει καμίαν αμοιβή. Πολεμάει, έτσι, γιατί είναι δυνατή και θέλει να παίξει. Δεν θα βαρύνω ποτέ, ορκίζεται, την καρδιά μου με κραιπάλη και μέθη και μέριμνες βιοτικές. Θα τη διατηρήσω πάντα φλόγα ν’ ανηφορίζει στον αδειανό αέρα».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου